- θακεῖς
- θᾱκεῖς , θακέωsitpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θακώ — θακῶ, έω, ιων. και δωρ. τ. θωκῶ, έω (Α) [θάκος] 1. κάθομαι («έν θρόνῳ θωκέων», Ηρόδ.) 2. κάθομαι στον βωμό ως ικέτης («βώμιος θακεῑς», Ευρ.) … Dictionary of Greek